Η πιθανότερη προέλευση του ονόματός της είναι από τις λέξεις «κόντης» και «γενιά», που σημαίνει ότι το στο χωριό αυτό υπήρχαν αρκετοί κόντηδες (τίτλος ευγενείας των Επτανήσων).
Στο χωριό υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά και ιστορικά μνημεία. Στο τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου χρονολογούνται οι θολωτοί - λαξευτοί τάφοι. Πρόκειται για θολωτούς τάφους με δρόμο, μικρότερους σε μέγεθος από αυτούς της Πελοποννήσου, εκ των οποίων τα 2/3 είναι λαξευτά στο φυσικό βράχο, ενώ το ανώτερο μέρος ήταν κατασκευασμένο κατά το εκφορικό σύστημα. Όλοι οι τάφοι της Κοντογενάδας έιχαν συληθεί και εν μέρη καταστραφεί εξαιτίας μεταγενέστερων χρήσεων, ίσως από την αρχαιότητα. Από αυτούς σώζεται ένας στη θέση «Πλάκα» ή «Πλάκες» πλησίον του χωριού, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή στον λόφο «Σκινιώτικο Βουνί». Ο τελευταίος λόφος λειτούργησε στο παρελθόν και μέχρι σήμερα, σαν λατομείο καθώς ο μαλακός και αρκετά ανθεκτικός ασβεστόλιθος (Μαργαϊκός Ασβεστόλιθος) χρησιμοποιήθηκε γενικά ως δομικό υλικό και ευνόησε την λάξευση του in situ. Εκτός τον θολωτών - λαξευτών τάφων, στη θέση «Πλάκες» αναγνωρίζεται ένα λαξευτό ελαιοπιεστήριο, ενώ 200 μέτρα ανατολικότερα στη θέση «Στης Μηνούς» μπορεί να διακρίνει κανείς στο βράχο ένα λαξευτό - κιβωτιόσχημο τάφο, μία δεξαμενή και άλλα ίχνη τα οποία αποτελούν αρχαιολογικά τεκμήρια της έντονης παρουσίας του ανθρώπου στην περιοχή. Άλλη σημαντική θέση στον ευρύτερο χώρο είναι τα «Οικόπεδα» στα οποία ανακαλύφθηκαν τάφοι, ταφικός περίβολος, σφοντύλια, κοσμήματα, κεραμική, σκελετικά κατάλοιπα ανθρώπων και ζώων κ.α. Τα όποια πολύτιμα ευρήματα μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου.